- κερασβόλος
- κερασβόλος, -ον (Α)1. αυτός που χτυπήθηκε από κέρατο2. μτφ. (για πρόσ.) άκαμπτος, επίμονος, ισχυρογνώμων («μή τις ἐγγίγνηται τῶν πολιτῶν ἡμῑν οἷον κερασβόλος, ὅς ἀτεράμων εἰς τοσοῡτον φύσει γίγνοιτ' ἂν ὥστε μὴ τήκεσθαι», Πλάτ.)3. φρ. «κερασβόλον σπέρμα»α) σπόρος που δεν μαλακώνει με το βράσιμοβ) (για το ανθρώπινο σπέρμα) σπέρμα μη παραγωγικό, άγονο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιο-βόλος, φλογο-βόλος].
Dictionary of Greek. 2013.