κερασβόλος

κερασβόλος
κερασβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπήθηκε από κέρατο
2. μτφ. (για πρόσ.) άκαμπτος, επίμονος, ισχυρογνώμων («μή τις ἐγγίγνηται τῶν πολιτῶν ἡμῑν οἷον κερασβόλος, ὅς ἀτεράμων εἰς τοσοῡτον φύσει γίγνοιτ' ἂν ὥστε μὴ τήκεσθαι», Πλάτ.)
3. φρ. «κερασβόλον σπέρμα»
α) σπόρος που δεν μαλακώνει με το βράσιμο
β) (για το ανθρώπινο σπέρμα) σπέρμα μη παραγωγικό, άγονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιο-βόλος, φλογο-βόλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κερασβόλος — struck by a horn masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασβόλον — κερασβόλος struck by a horn masc/fem acc sg κερασβόλος struck by a horn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασβόλα — κερασβόλος struck by a horn neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασβόλους — κερασβόλος struck by a horn masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρασβόλος — κρασβόλος, ον (Α) κερασβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. τού κερασβόλος*] …   Dictionary of Greek

  • ԵՂՋԻՒՐԱՀԱՆԴԻՊԵԱԼ — ( ) NBH 1 0657 Chronological Sequence: Unknown date κερασβόλος cornu petitus, incoctilis, durus Ասի զսերմանէ՝ յոր հանդիպեալ իցէ եղջիւր եզին, եւ վնասեալ. ուստի անբեր կամ անեփ մնացեալ. պինդ. խիստ. *Որպէս այն իսկ սերմանքն, զորս եղջիւրահանդիպեալս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”